- ἐδάφιον
- ἐδάφιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐδαφίοις — ἐδάφιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδαφίου — ἐδάφιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδαφίῳ — ἐδάφιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδάφια — ἐδάφιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εδάφιο — το (AM ἐδάφιον) χωρίο, σύντομο απόσπασμα ενός κειμένου («οὕτω δὲ τὸ ἐδάφιόν ἐστιν ἐγγεγραμμένον») νεοελλ. (για νόμους, καταστατικά, κανονισμούς κ.λπ. συνταγμένους με αύξοντα αριθμό και διαιρεμένους σε παραγράφους) η υποδιαίρεση παραγράφου («το… … Dictionary of Greek
ἐδαφίων — ἔδαφος bottom neut gen pl (doric) ἐδάφιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)